26 Ιουνίου 2011

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΣΚΕΠΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΟΜΙΚΟΥΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΩΝ
http://www.ergatiko.gr/news/print.php?id=1308842332&archive=

Περί της απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για τους «συμβασιούχους»



Ανοίγει ξανά ο δρόμος για δικαστική δικαίωση ΟΛΩΝ των συμβασιούχων που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες
Δημοσιεύθηκαν χθες 22/6/2011 οι πολυαναμενόμενες αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για τους συμβασιούχους (ΟλΑΠ 7, 8/2011). Έχοντας πλέον στην διάθεσή μας το πλήρες κείμενο των αποφάσεων αυτών και ύστερα από πολύ προσεκτική μελέτη τους, είμαστε σε θέση να παρουσιάσουμε τις βασικές τους θέσεις και τις κατευθύνσεις που δίνονται από αυτές.
Οι βασικές παραδοχές των αποφάσεων είναι οι ακόλουθες:
1)       Ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός των εννόμων σχέσεων αποτελεί διαχρονικά έργο του δικαστή, ο οποίος δεν δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό που έδωσαν σε αυτές τα μέρη, ούτε καν από τον χαρακτηρισμό που τυχόν έδωσε ο ίδιος ο νομοθέτης. Η υποχρέωση αυτή του δικαστή απορρέει ευθέως από το Σύνταγμα (άρθρα 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος.

2)      Το άρθρο 8 § 3 του Ν. 2112/1920, το οποίο παγίως έχει εφαρμοσθεί από την νομολογία για την αντιμετώπιση της καταχρηστικής σύναψης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, αποτελεί μηχανισμό ορθού νομικού χαρακτηρισμού των συμβάσεων από ορισμένου σε αορίστου χρόνου στις περιπτώσεις που οι καλυπτόμενες ανάγκες είναι πάγιες και διαρκείς. Η διάταξη αυτή απορρέει ευθέως από το ίδιο το Σύνταγμα, όχι μόνο από τις συνταγματικές εκείνες διατάξεις που επιβάλλουν τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό, αλλά και από τις διατάξεις του άρθρου 25 §§ 1 και 3 του Συντάγματος, που απαγορεύουν την κατάχρηση.

3)      Το άρθρο 8 § 3 του Ν. 2112/1920 δεν εφαρμόζεται μόνο στον ιδιωτικό τομέα αλλά και στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Δεν αποτελεί εμπόδιο για την εφαρμογή του, ούτε ο νομοθετικός χαρακτηρισμός των συμβάσεων ως «ορισμένου χρόνου», ούτε το άρθρο 21 του Ν. 2190/1994, που απαγορεύει την μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.

4)      Το άρθρο 8 § 3 του Ν. 2112/1920 παρέχει πληρέστερη προστασία έναντι της παρεχόμενης από την μεταγενέστερη Οδηγία 1999/70/ΕΚ και τα ΠΔ με τα οποία ενσωματώθηκε αυτή στην ελληνική έννομη τάξη. Συγκεκριμένα με την Οδηγία αυτή και τα ΠΔ καλύπτονται μόνο οι διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ενώ από το άρθρο 8 § 3 Ν. 2112/1920 καταλαμβάνεται και η πρώτη (η μία και μόνη) σύμβαση ορισμένου χρόνου.

Οι παραδοχές αυτές αποτελούν τη βάση για την επίλυση των ακόλουθων ζητημάτων, για τα οποία το Δικαστήριο δεν πήρε θέση, επειδή οι κρινόμενες αγωγές είχαν ασκηθεί το 1998, δηλ. πριν τη θέση σε ισχύ της Οδηγίας (10.7.1999) πριν την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001 (17.4.2001):
1)      Το ζήτημα των συμβασιούχων ρυθμίζεται από ένα πλέγμα συνταγματικών διατάξεων, οι οποίες πρέπει να εναρμονίζονται μεταξύ τους, και όχι μόνο από το άρθρο 103 §§ 7 και 8 Σ. Έτσι, το άρθρο 103 § 8 του Συντάγματος που απαγορεύει την μετατροπή συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, δεν μπορεί να απαγορεύει τον επίσης συνταγματικά επιβαλλόμενο ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων αυτών, όταν με αυτές δεν καλύπτονται πρόσκαιρες, απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες, αλλά πάγιες και διαρκείς, ούτε μπορεί να οδηγεί σε καταχρήσεις τις οποίες απαγορεύει ρητά το άρθρο 25 § 1 και 3 Σ.

2)      Περαιτέρω, επιβάλλεται η εναρμόνιση του άρθρου 8 § 3 Ν. 2112/1920, το οποίο αποτελεί εκδήλωση συνταγματικών επιταγών, της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ και του άρθρου 103 § 8 Σ, που τέθηκε σε ισχύ ενώ έτρεχε ακόμη η προθεσμία μεταφοράς της στο Ελληνικό δίκαιο. Γι’ αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι: (α) με βάση την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την διάρκεια της προθεσμίας μεταφοράς της Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο απαγορεύεται η θέσπιση διατάξεων, ακόμη και συνταγματικών, ικανών να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την υλοποίηση του επιδιωκόμενου από την Οδηγία αποτελέσματος και (β) όπως ρητά προβλέπει η Οδηγία 1999/70/ΕΚ απαγορεύεται η υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, με αφορμή τη μεταφορά της Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Ήδη με τις αποφάσεις 7 και 8/2011 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου διαπιστώνεται ότι με το άρθρο 8 § 3 Ν. 2112/1920 παρεχόταν πληρέστερη προστασία έναντι εκείνης που παρέχουν η μεταγενέστερη Οδηγία 1999/70/ΕΚ και τα ΠΔ, που την ενσωμάτωσαν στο ελληνικό δίκαιο. Προδήλως η προστασία αυτή δεν επιτρέπεται να υποβαθμισθεί ούτε με συνταγματική, ούτε με νομοθετική διάταξη, δηλ. οι υπάρχουσες συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο που να μην αποκλείουν την εφαρμογή του άρθρου 8 § 3 Ν. 2112/1920 και μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 και μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας στο ελληνικό δίκαιο.

Συμπερασματικά το γεγονός ότι απορρίφθηκαν με μεγάλη πλειοψηφία η εισήγηση του Εισηγητή –Αρεοπαγίτη  κου Δουλγεράκη και η πρόταση του Εισαγγελέα Αρείου Πάγου κου Τέντε συνιστά τη βασικότερη επιτυχία των αποφάσεων αυτών, αφού παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο δικαστικής δικαίωσης των συμβασιούχων που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, κατοχυρώνοντας ρητά το αναφαίρετο δικαίωμα του δικαστή να δίνει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της κάθε εργασιακής σχέσης ως αορίστου χρόνου, ανεξάρτητα του χαρακτηρισμού που επέβαλλε ο εργοδότης είτε μέσω σύμβασης, είτε μέσω νόμου, είτε μέσω Κανονισμού Προσωπικού (όπως πχ. Συμβάσεις έργου, stage κλπ).
Είναι επιβεβλημένο να επιμείνουμε στη συνέχιση του δικαστικού μας αγώνα, χωρίς  ταυτόχρονα να αγνοούμε το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, το οποίο πρέπει να αφήσει ανεπηρέαστη την κρίση της δικαστικής εξουσίας και να μην οδηγήσει σε καταπάτηση των εργασιακών δικαιωμάτων.       
Για όσους ενδιαφέρονται το κείμενο της απόφασης 7/2011 της ΟλΑΠ έχει ως εξής :
ΠΛΗΡΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΔΙΚΑΣΙΜΟΣ: 20.01.2011
ΠΙΝΑΚΙΟ: 06
ΔΙΑΣΚΕΨΗ: 14.4.2011
ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑ:...
ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΗ: «ΟΠΑΠ ΑΕ»
ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ
Ι. Με την απόφαση 34/2007 της Α’ Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, παραπέμφθηκε, όπως προαναφέρθηκε, στην Πλήρη Ολομέλεια σύμφωνα με τα άρθρα 563 § 2 του ΚΠολΔ και 23 παρ. 2 ε. γ’ και δ’ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (Ν. 1756/1988), όπως το δεύτερο τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 ο μοναδικός λόγος κατά το άρθρο 560 αριθ. 1 του ΚΠολΔ (κατ’ εκτίμηση του αναιρετηρίου) για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 5763/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, γιατί κρίθηκε ότι τίθενται γενικότερου ενδιαφέροντος ζητήματα: «Εάν είναι επιτρεπτή στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 του ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, κατά τον ορθό εκ μέρους του ουσιαστικού Δικαστηρίου χαρακτηρισμό της όλης έννομης σχέσης παροχής εργασίας εξαρτημένης, η αναγνώριση κυρίως ή παρεμπιπτόντως του πραγματικού χαρακτήρα της ίδιας έννομης σχέσης ως αορίστου χρόνου, όταν πρόκειται για συνεχείς – διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου που κάλυπταν καθ’ όλο το ένδικο διάστημα πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες και η συμφωνημένη κάθε φορά ορισμένη διάρκεια μεταβαλλόταν από το νόμο ή από τον κανονισμό λειτουργίας του εργοδότη – αναιρεσιβλήτου που έχει ισχύ νόμου».
ΙΙ. Η παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, που προβλέπεται ως λόγος αναίρεσης από τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, είναι δυνατό να έχει ως περιεχόμενο, πλην άλλων την αιτίαση ότι η αγωγή, επί της οποίας έκρινε σε δεύτερο βαθμό το δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλομένη τελεσίδικη απόφαση, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, ενώ θα έπρεπε να γίνει το αντίθετο, σύμφωνα με το συγκεκριμένο κανόνα δικαίου (ουσιαστικού), που κατά το αναιρετήριο παραβιάσθηκε (ΟλΑΠ 28/1995). Η παράβαση δε του νόμου με την προαναφερθείσα έννοια κρίνεται κατ’ αρχή σε σχέση με το δίκαιο που ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη τελεσίδικη απόφαση, με την προϋπόθεση όμως ότι το δίκαιο αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρεπτά ρυθμίζει την επίδικη έννομη σχέση όταν ανάγεται στο παρελθόν. Εξάλλου η φύση της σύμβαση ή της δικαιοπραξίας δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ’ αυτή οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, γιατί ο χαρακτηρισμός αυτός αποτελεί έργο του δικαστηρίου της ουσίας κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας του, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του ισχύοντος Συντάγματος, το οποίο αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση που στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στο πλαίσιο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 559 ή 560 αριθ. 1 του ΚΠολΔ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου σύμβασης εργασίας, δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (ΟλΑΠ 18/2006 και 19/2007, η δεύτερη καθόσον αφορά μόνο το μέχρι την 17.4.2001 χρονικό διάστημα και όχι το μεταγενέστερο που άρχισαν να ισχύουν οι προστεθείσες παράγραφοι 7 και 8 του Συντάγματος) αλλά ούτε και από εσωτερικό κανονισμό της υπηρεσίας του εργοδότη είτε ανήκει στον δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα, ακόμα και εάν ο κανονισμός αυτός έχει αποκτήσει ισχύ νόμου. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση, προκύπτει ότι του δευτεροβάθμιο δικαστήριο προκειμένου να κρίνει την ορθότητα της εκκληθείσας πρωτόδικης απόφασης, εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο της δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης, και όχι τον ισχύοντα κατά την κατ’ έφεση δίκη νεώτερο νόμο, εκτός εάν με αυτόν ορίζεται διαφορετικά ως προς την αναδρομική έναρξη της ισχύος του (ΟλΑΠ 30/1998). Από τις διατάξεις όμως των άρθρων 533 παρ. 2, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κρίνοντας βάσιμο κάποιο λόγο έφεσης εξαφανίσει την πρωτόδικη οριστική απόφαση και προβεί στην εκδίκαση της υπόθεσης «κατ’ ουσίαν», υποχρεούται να εφαρμόσει για τη διάγνωση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της απόφασής του είτε έχει αναδρομική δύναμη (ΟλΑΠ 654/1984), είτε δεν έχει αναδρομική δύναμη, εφόσον όμως στην τελευταία περίπτωση καταλαμβάνει (χρονικά) την επίδικη έννομη σχέση. Αλλά και στην περίπτωση που η αγωγή έγινε δεκτή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμη, και το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατ’ αποδοχή αντίστοιχου λόγου έφεσης του εναγομένου έκρινε ότι η αγωγή ήταν νομικά αβάσιμη, με βάση επίσης το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης (και δεν μεσολάβησε άλλος νεώτερος νόμος με αναδρομική εφαρμογή), όταν στη συνέχεια το Εφετείο προβεί στην κατ’ άρθρο 535 του ΚΠολΔ εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, το κατά το ίδιο άρθρο 535 ΚΠολΔ στάδιο της «κατ’ ουσίαν» εκδίκασης της υπόθεσης, δεν εξικνείται περαιτέρω επεκτατικά, πέραν της απόρριψης της αγωγής ως νομικά αβάσιμης, με βάση το αμέσως προηγηθέν πόρισμά του της παραδοχής του λόγου της έφεσης και με βάση τις ίδιες διατάξεις που κρίθηκε το βάσιμο του ίδιου λόγου, και όχι με την παράλληλη εφαρμογή άλλων νεώτερων διατάξεων που δεν έχουν αναδρομική ισχύ αλλά και δεν καταλαμβάνουν χρονικά την επίδικη έννομη σχέση.
Περαιτέρω ο αναιρεσίβλητος Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου (ΟΠΑΠ), που ιδρύθηκε με το Β.Δ. από 20/29-12-1958 (άρθρο 1, 3 και 5), εκδοθέν κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν.Δ. 3865/1958, δυνάμει του Π.Δ. 228/1999 μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία, η οποία κατά το άρθρο 1 παρ. 1 αυτού λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας διεπόμενη από τις διατάξεις του Ν. 2414/1996 «Εκσυγχρονισμός των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών και άλλες διατάξεις» και τον Κ.Ν. 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιρειών», όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν, επί πλέον δε από το άρθρο 5 παρ. 1 του καταστατικού της προβλέπεται ότι οι μετοχές της εταιρείας θα εκδοθούν στο όνομα του Ελληνικού Δημοσίου και συνεπώς ανήκει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Ο ΟΠΑΠ διέπεται από Εσωτερικό Κανονισμό Οργάνωσης, Διάρθρωσης και Λειτουργίας των Υπηρεσιών του, ο οποίος εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρο 3 παρ. 10 του ΑΝ 127/1967, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ΝΔ 391/1974, εγκρίθηκε με την 2084/1986 απόφαση του Υπ. Πολιτισμού και δημοσιεύθηκε (ΦΕΚ Β’ 770/31-10-1986) και συνεπώς έχει ισχύ νόμου. Κατά τον Κανονισμό αυτό το προσωπικό του ΟΠΑΠ συνδέεται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και διακρίνεται σε τακτικό, έκτακτο και ευκαιριακά απασχολούμενο (το άρθρο 13). Τακτικό είναι το προσωπικό που προσλαμβάνεται για την πλήρωση των προβλεπομένων οργανικών θέσεων (άρθρων 14) και του οποίου η σύμβαση είναι ορισμένου χρόνου (άρθρο 48 παρ. 1α’). Έκτακτο είναι το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση ορισμένου χρόνου αναλόγως των εκάστοτε παρουσιαζομένων εποχιακών ή έκτακτων αναγκών,. Ευκαιριακά απασχολούμενο είναι το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση μιας ημέρας για τις ανάγκες της καταμέτρησης και διαλογής του δελτίου ή σε παρεμφερείς εργασίες στις ημέρες που διεξάγονται οι διαγωνισμοί του ΠΡΟ-ΠΟ. Η πρόσληψη του έκτακτου προσωπικού γίνεται από τον Οργανισμό με επιλογή και αξιολόγηση των κατατεθέντων στοιχείων καθενός με απόφαση του Συντονιστή Διευθυντή και οριστικοποείται με την υπογραφή της σχετικής σύμβασης εργασίας από το ενδιαφερόμενο μέρος (άρθρο 17 παρ. 2 και 3). Η πρόσληψη του ευκαιριακά απασχολούμενου προσωπικού για την κάλυψη αναγκών του Οργανισμού κατά τις ημέρες διεξαγωγής των διαγωνισμών, γίνεται με πάγια απόφαση του Δ.Σ. και η τελική επιλογή του γίνεται από τον Συντονιστή Διευθυντή, χωρίς να χρειάζεται η υπογραφή σύμβασης εργασίας (άρθρ. 17 παρ.4). Εξάλλου ανεξάρτητα από την επακολουθήσασα υπ’ αριθμ. 1999/70 Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δημοσιεύθηκε στις 10.7.1999 στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και η ισχύς της άρχισε σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτής στις 10.7.2001, ενσωματώθηκε δε στην Ελληνική έννομη τάξη στις 2.4.2003 με το ΠΔ 81/2003,στην Ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, δια της προσχηματικής επιλογής της συμβάσεως ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθρο 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, που εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή «οι διατάξεις του νόμου αυτού ………. διατάξεων του παρόντος νόμου». Κατά την παγιωθείσα στη νομολογία και τη θεωρία ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, ενώ αυτή αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από τη μη τήρηση από τον εργοδότη, των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο Ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου που καλύπτουν πραγματικά ανάγκες της υπηρεσίας πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες. Τούτο δε, λαμβανομένων υπόψη ότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε και που δεν αφορά μόνο το χαρακτηρισμό της ως εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ή έργου αλλά και το χαρακτηρισμό της ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου ή τον έχοντα ισχύ νόμου κανονισμό χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (ΑΕΔ 3/2001, ΑΠ Ολ 6/2001). Ενόψει όλων των ανωτέρω, αν η πρόσληψη του προσωπικού του ΟΠΑΠ με ορισμένου χρόνου διαδοχικές συμβάσεις μίας ημέρας σε εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας των υπηρεσιών του έγινε προσχηματικά για την κάλυψη έκτακτων και απρόβλεπτων αναγκών, στην πραγματικότητα όμως για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών, η άσκηση του διευθυντικού αυτού δικαιώματος ως εργοδότη εκ μέρους των οργάνων του γίνεται προς καταστρατήγηση των από το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 δικαιωμάτων των εργαζομένων που απορρέουν από τις διατάξεις για την υποχρεωτική καταγγελία της υπαλληλικής σύμβασης ( με την έννοιά τους που προαναφέρθηκαν), κατά προφανή υπέρβαση από μέρους του εργοδότη των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του διευθυντικού αυτού δικαιώματος και ως εκ τούτου είναι καταχρηστική (άρθρο 281 ΑΚ).
Στην προκειμένη υπόθεση, όπως προκύπτει από το παρατιθέμενο στο αναιρετήριο περιεχόμενο της αγωγής της, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα εκθέτει ότι με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου είχε προσληφθεί ως καθαρίστρια από τον ΟΠΑΠ – ήδη ΟΠΑΠ ΑΕ, καθολική διάδοχό του – ότι από την πρόσληψή της (16-4-1991) και μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής της (22-1-1998) παρείχε τις υπηρεσίες της κατά πλήρες ωράριο εργασίας, με πενθήμερη απασχόληση από 5.30 έως 13.30 (νόμιμο ωράριο εργασίας), καλύπτοντας μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου. Ότι η σύμβαση εργασίας της, δεν ήταν ορισμένου χρόνου και μάλιστα κάθε φορά μιας ημέρας όπως ισχυριζόταν ο εναγόμενος για τους λόγους ότι το χρονικό διάστημα της εργασιακής της σχέσης καλύπτει μόνιμες και διαρκής ανάγκες, όπως άλλωστε αρμόζει και στην ίδια τη φύση της εργασίας της και συνεχίζει να εργάζεται στο εναγόμενο όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα αλλά και μέχρι σήμερα, χωρίς ποτέ να αποχωρήσει από την υπηρεσία της.
Ότι, οι επικαλούμενες από το εναγόμενο ως άνω συμβάσεις άλλως παρατάσεις ορισμένου χρόνου, τις οποίες αποκρούει ως τέτοιες, έγιναν προς καταστρατήγηση του Ν. 2112/1920 και των νόμων που υποχρεώνουν την τήρηση της ΣΣΕ, την καταβολή αδειών, επιδομάτων αδείας κ.λ.π, κατά προφανή υπέρβαση των αρχών της καθώς επίσης και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος. Άρα όλες οι ανωτέρω συμβάσεις συνιστούν μια σύμβαση αορίστου χρόνου. Απέκρουσε δε, ως βλαπτική μεταβολή τον όρο εργασίας της, την οποία επιχείρησε ο ΟΠΑΠ και συνίστατο σε μείωση των ημερών εργασίας αρχικά από 5 σε 4 και στη συνέχεια από 4 σε 3 που αυτή δεν αποδέχτηκε. Ζήτησε δε με την αγωγή να υποχρεωθεί ο εναγόμενος ΟΠΑΠ που συνεχίζει να την απασχολεί επί 3 ημέρες την εβδομάδα μέχρι την άσκηση της αγωγής, να της καταβάλλει τις διαφορές αποδοχών του χρονικού διαστήματος από 01-10-1995 μέχρι 31-12-1997 όπου τις περιέκοψε, αφού παρεπιπτόντως αναγνωριστεί αναγκαίως ότι κατά το ίδιο ένδικο χρονικό διάστημα των ζητούμενων διαφορών η έννομη σχέση που τη συνδέει με το εναγόμενο ήταν αορίστου χρόνου, δεδομένου ότι σε προγενέστερο χρόνο άσκησε κατά του εναγομένου και την από 21-12-1995 αγωγή της, με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί ότι η σύμβαση που τη συνδέει με τον αναιρεσίβλητο εργοδότη, όπως εξελίχθηκε και λειτουργούσε καθ’ όλη  τη διάρκεια της είναι παροχές εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Η ένδικη αγωγή συζητήθηκε σε πρώτο βαθμό από το Ειρηνοδικείο Αθηνών και εκδόθηκε την 22-05-1998 υπ’ αριθ. 788/1998 απόφαση που την έκρινε ως νόμιμη και βάσιμη κατ’ ουσία με βάση τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, 281, 671 Α.Κ.
Κατά της απόφασης εκείνης ασκήθηκε έφεση εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου και εκδόθηκε την 03-09-2002 υπ’ αριθ. 5763/2002 απόφαση του ως Εφετείου δικάσαντος Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτό δέχθηκε αντίστοιχο λόγο της έφεσης ως προς την νομιμότητα της ένδικης αγωγής, κρίνοντες ότι η αγωγή δεν ήταν νομικά βάσιμη στο πλαίσιο εφαρμογής αποκλειστικά των ίδιων ως άνω διατάξεων, γιατί η «σύναψη της ένδικης σύμβασης ως ορισμένου χρόνου επιβάλλεται από τον κανονισμό οργανώσεως και λειτουργίας του εναγομένου που έχει ισχύ νόμου και δεν μπορεί κατά ακολουθία να θεωρηθεί ότι αποσκοπεί στην καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της αναιρεσίουσας – ενάγουσας έστω και αν χρησιμοποιήθηκαν αυτές για την εκτέλεση εργασίας που εξυπηρετούσε μόνιμες λειτουργικές ανάγκες του εργοδότη».
Στη συνέχεια δε αφού δέχθηκε τον αντίστοιχο λόγο της έφεσης του αναιρεσίβλητου και εξαφάνισε την αντίθετη κρίνουσα πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε την ένδικη αγωγή ως νομικά αβάσιμη χωρίς να προσφύγει (αφού δεν είχε κατά τα προαναφερθέντα και αντίστοιχη δυνατότητα) στις εκ των υστέρων και μετά κατά την 22-05-1998 έκδοση της πρωτόδικης απόφασης θεσπισθείσες διατάξεις της υπ’ αριθ. 1999/70 ΟΔΗΓΙΑΣ και την παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, αλλά και στις διατάξεις του νόμου 2190/1994 όπως ισχύουν μετά τον νόμο 2527/1997 και στην έκταση τους με τη θέσπιση της παρ. 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος απέκτησαν από τις 18-04-2003 Συνταγματικό κύρος αφού δεν προκύπτει από αυτές η δυνατότητα ρύθμισης με αναδρομική ισχύ της ένδικης έννομης σχέσης εξοικιούμενες χρονικά κατά το αντικείμενο της το αργότερο μέχρι την 31-12-1997.
Η αγωγή αυτή σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, σε συνδυασμό με τα χρονικά όρια που εκτείνονται οι ένδικες αγωγικές αξιώσεις ( μέχρι τις 31-12-1997), είναι νόμιμη, κατά τους ισχύοντες κατά το χρόνο δημοσίευσης ( 22-05-1998) της πρωτόδικης απόφασης κανόνες δικαίου με βάση τους οποίους κρίνεται η ορθότητα ή μη αυτής ήτοι του άρθρου 8 παρ. 3 του νόμου 2112/1920, σε συνδυασμό με άρθρα 281, 671 ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος.
Διότι οι επίμαχες διαδοχικές σχέσεις ( λόγω μη έγκυρης κατάρτισης συμβάσεων) εργασίας της ενάγουσας, είχαν προσλάβει ήδη ενιαία κατά το χρόνο που εκτείνεται η ένδικη έννομη σχέση και το αντικείμενο της, το χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό εφόσον από τη φύση τους κάλυπταν μόνιμες και διαρκής ανάγκες του εναγόμενου, ο δε καθορισμός της ημερήσιας διάρκειας τους εξακολουθητικά δεν δικαιολογείται από τη φύση τους, αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της ενάγουσας μισθωτή από τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος του εναγομένου να ρυθμίζει τη διάρκεια εργασίας της με βάση τις σχετικές προβλέψεις και ρυθμίσεις του εσωτερικού κανονισμού του αναιρεσιβλήτου και ανεξάρτητα από τις ρυθμίσεις τις 1999/70 ΟΔΗΓΙΑΣ και των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, οι οποίες δεν έχουν στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή, παρότι η σχέση εργασίας της αναιρεσίουσας, όπως δεν αμφισβητείται από τον αναιρεσίβλητο, συνεχιζόταν ακόμη και ήταν ενεργός κατά την προαναφερθείσα έναρξη ισχύος της.
Συνεπώς το ουσιαστικό Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφαση του έκρινε ότι η ένδικη αγωγή δεν είναι νόμιμη, παραβίασε με την εσφαλμένη μη εφαρμογή τους της παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 3 του νόμου 2112/1920 και 281, 671 του ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, αντίθετη προς την εισήγηση, ο μοναδικός κατά εκτίμηση από το άρθρο 560 αριθ. 1 του Κ.ΠΟΛ.Τ.ολ. Δ, λόγος είναι βάσιμος και η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτή, όπως και η υπέρ αυτής ασκηθήσες πρόσθετες παρεμβάσεις, στο μέτρο  που στηρίζονται αποκλειστικά στη παραβίαση των ίδιων παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, των άρθρων 8 παρ. 3 του νόμου 2112/1920 και 281, 671 του ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος με την μη εφαρμογή τους.

4 Ιουνίου 2011

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ 3/6/2011 ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΟ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΩΝ

Το Πανελλήνιο Συντονιστικό Συμβασιούχων συνεδρίασε έκτακτα και σε ανοικτή συγκέντρωση την Τρίτη, 31 Μαΐου 2011, στο Εργατικό Κέντρο Αθηνών. Στην κατάμεστη αίθουσα συμμετείχαν εκπρόσωποι συμβασιούχων από πολλούς χώρους.
Αναπτύχθηκε επί πολύ ώρα σοβαρός προβληματισμός εν όψη της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου στο προσεχές διάστημα. Παράλληλα προσεγγίσαμε το γενικό πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο επιδιώκουμε την επίτευξη των στόχων μας ως συμβασιούχοι, που δεν είναι άλλοι από την διασφάλιση σταθερής εργασίας. Η επαπειλούμενη κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας και οι συνέπειες που αναπόφευκτα επιφέρει σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο είναι ένα γεγονός, το οποίο μας προβληματίζει βαθύτατα, αφού γνωρίζουμε καλά ότι επί χρόνια είμαστε ο αδύναμος κρίκος στις εργασιακές σχέσεις της χώρας μας με ανύπαρκτα δικαιώματα και σε περιβάλλον πλήρους εργοδοτικής αυθαιρεσίας.

Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, τίθεται το ερώτημα:

Σε ένα τέτοιο φοβερό οικονομικό και εργασιακό περιβάλλον πόσα περιθώρια υπάρχουν ώστε εμείς οι συμβασιούχοι να βρούμε το δίκιο για το οποίο τόσο πολύ παλεύουμε και προσδοκούμε;

Ως απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, οπωσδήποτε είναι σημαντικό να διαπιστώσουμε κατά πόσο και σε ποιο βαθμό η δικαστική εξουσία θα απαντήσει στα θέματα που εισήγηση του Αρεοπαγίτη Α. Δουλγεράκη έχει θέσει. Φυσικά, δεν θα υποτιμήσουμε καθόλου, την μεγάλη νίκη στο δικαστικό αυτό αγώνα, κατά την οποία 26 Αρεοπαγίτες καταψήφισαν την παραπάνω εισήγηση, η οποία εάν είχε υιοθετηθεί θα ήταν η απόλυτη ταφόπλακα μας για τα επόμενα 10 χρόνια τουλάχιστον. Δεν είναι σωστό να υπάρξει κανένα άλλο σχόλιο την ώρα αυτή μέχρι και την δημοσίευση της απόφασης, την οποία τότε μόνο θα αξιολογήσουμε. Κάθε άλλος σχολιασμός, ο οποίος ανεύθυνα γίνεται μόνο προβλήματα μπορεί να δημιουργήσει.
Πρόσφατα το Πρωτοδικείο Αθηνών με δικαστή την πρόεδρο πρωτοδικών Ειρήνη Νικολάου, δημοσίευσε εντός 15 ημερών, απορριπτικές αποφάσεις Ασφαλιστικών Μέτρων, με τις οποίες βρέθηκαν στο δρόμο 220 περίπου συμβασιούχοι του Δήμου Αθηναίων, οι οποίοι ανήκαν στον τομέα της καθαριότητας και σχεδόν οι μισοί ήταν οδηγοί απορριμματοφόρων. Το γεγονός μας προκάλεσε αλγεινή εντύπωση, όχι τόσο γιατί εξέφρασε μία άποψη έστω κι αν αυτή ήταν εναντίον μας, αλλά κυρίως γιατί η συγκεκριμένη πρόεδρος δεν επέδειξε την συμπεριφορά που το ίδιο το πνεύμα του εργατικού δικαίου επιβάλλει, δηλαδή να δημοσιεύσει την απόφαση αφού προηγουμένως θα ελάμβανε υπόψη της την απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία πρόκειται σύντομα να δημοσιευθεί. Πίσω από αυτή την απαράδεκτη «βιασύνη» που αφήνει όχι μόνο 220 εργαζόμενους άνεργους αλλά κυρίως το σπουδαιότερο τομέα του Δήμου Αθηναίων ανενεργό, θα μπορούσε να πει κανείς ότι κρύβεται η βιασύνη της κυβέρνησης να ξεμπερδέψει το γρηγορότερο δυνατόν από εμάς κι από τον ενοχλητικότατο θεσμό των ασφαλιστικών μέτρων, που της καθυστερεί τα σχέδια.
Όσο αιθεροβάμονες και ονειροπόλους κι αν μας χαρακτηρίσει κάποιος, εν τούτοις θέλουμε να πιστεύουμε πως δεν είναι δυνατόν η κυοφορούμενη απόφαση του Αρείου Πάγου να μην απαντήσει σε όλες τις αντεργατικές σκέψεις που έθεσε η εισήγηση του κ. Δουλγεράκη.

Συνάδελφοι,

Ύστερα από τις πρόσφατες κυβερνητικές εξαγγελίες, οι οποίες είναι κομμένες και ραμμένες στα μέτρα των κατευθύνσεων των πλέον εξωθεσμικών και εξωεθνικών οικονομικών παραγόντων, με ιδιαίτερη αισιοδοξία παρακολουθούμε, χειροκροτούμε, συμμετέχουμε και συμβάλουμε στην ανάπτυξη ενός πρωτόγνωρου κοινωνικού κινήματος, το οποίο ακαπέλωτο γεμίζει τις πλατείες. Το κίνημα αυτό, στο οποίο για πρώτη φορά συμμετέχει ο μέσος καθημερινός έλληνας πολίτης, αφυπνίζει και διαμορφώνει νέες συνειδήσεις, οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με την μέχρι τώρα πολιτική τάξη πραγμάτων. Παρά το ότι είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς τα χαρακτηριστικά και την πολιτική προοπτική αυτού του κινήματος, βέβαιο είναι ότι όσο γιγαντώνεται τόσο περισσότερο μας γεμίζει ελπίδα πως τίποτα δεν είναι χαμένο. Η σημαντικότητα είναι ιδιαίτερη, στο βαθμό που αντίστοιχα κινήματα αναπτύσσονται ταυτόχρονα σε πολλές ευρωπαϊκές και όχι μόνο πόλεις.
Πέρα από τον δικαστικό αγώνα λοιπόν, που καθόλου δεν υποτιμούμε, είναι αναγκαίο να μην αγνοούμε την ζωντανή αυτή πραγματικότητα, η οποία συντελείται και ανατρέπει αυτά που η Τρόικα και η κυβέρνηση θεωρούν ως δικά τους δεδομένα.

Συνάδελφοι,

Σας καλούμε όλους να συμμετέχετε στις αγωνιστικές αυτές εκδηλώσεις γιατί είναι η δική μας απάντηση στην προσπάθεια κατεδάφισης όλων των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων μας.

Για το Πανελλήνιο Συντονιστικό Συμβασιούχων,

• ΚΕΠΥΟ ( συμβασιούχοι έργου)
• ΟΠΑΔ ( συμβασιούχοι stage)
• ΔΗΜΟΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ ( συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου)
• ΟΑΕΔ + ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ( συμβασιούχοι stage)
• ΔΗΜΟΣ ΨΥΧΙΚΟΥ ( συμβασιούχοι έργου)
• ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΕΣ ( συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου)
• ΕΤΑ ΑΕ ( συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου)
• ΥΠΠΟ ( συμβασιούχοι εργασίας , stage)
• ΟΑΕΕ ( συμβασιούχοι έργου)
• ΔΗΜΟΣ ΑΙΓΑΛΕΩ ( συμβασιούχοι έργου)
• ΙΚΑ ( συμβασιούχοι stage)
• ΟΓΑ ( συμβασιούχοι stage)
• ΔΗΜΟΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ – ΠΑΙΔΙΚΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ
• ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ( συμβασιούχοι έργου)
• ΜΟΥΣΙΚΟΙ ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ( συμβασιούχοι έργου)
• ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ Δ/ΝΣΗ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ( συμβασιούχοι έργου)
• ΕΣΥΕ ( συμβασιούχοι έργου)
• ΤΣΑΥ ( συμβασιούχοι stage)
• ΕΛΤΑ ( συμβασιούχοι έργου)
• ΔΗΜΟΣ ΔΑΦΝΗΣ
• ΟΕΚ
• ΝΟΜΑΡΧΙΑ ΑΝ.ΑΤΤΙΚΗΣ
• ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΙ ΚΕΠ
• ΕΛΤΑ (συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου)
• ΝΟΜΑΡΧΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
• ΔΗΜΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
• ΔΕΗ
• ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΟ Β. ΕΛΛΑΔΟΣ
• ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΟ ΚΡΗΤΗΣ
• ΝΟΜΑΡΧΙΑ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
• ΔΗΜΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟ
• ΔΟΥ
• ΗΔΙΚΑ
• ΟΔΙΕ
• ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ